- бы
- κ. б.1. βλ. б στην αρχή του γράμματος.2. (μόριο δυνητικό) θα•
он бы пришел ή пришел , если бы был здоров αυτός θα ερχόταν, αν θα ήταν γερός (υγιής).
(σημαίνει επιθυμία)• θα•я бы погулял еще немного θα έκανα ακόμα λίγο περίπατο.
(μόριο υποθετικό) θα•ты бы соснул немножко θα κοιμόσουν ακόμα λίγο.
3. (με απαρέμφατο μαζί σημαίνει επιθυμία) να•спеть бы θέλω να τραγουδίσω•
не вам бы говорить εσείς (θα κάνετε καλά) να μη μιλάτε.
|| (με το αρνητ. μόριο не σαν υποθετ. έγκλιση)• δεν θα•мне бы не справиться, если бы ты не помог δεν θα τάβγαζα πέρα, αν δεν θα με βοηθούσες.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.